- πήμα
- τὸ, Α1. πάθημα, δυστύχημα, συμφορά («πῆμα θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.)2. (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) βαρύς μόχθος («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», Ευρ.)3. μτφ. (για πρόσ.) ὁλεθρος, καταστροφή, βάσανο, πληγή («πῆμα κακὸς γείτων ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα ὄνειαρ», Ησίοδ.)4. φρ. «πῆμα ἐπὶ πήματι κεῑται»μτφ. (στον Ηρόδ.) το ολέθριο σίδερο, δηλ. το ξίφος που σφυρηλατείται πάνω στο σιδερένιο αμόνι τού σιδηρουργού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια κατάσταση και εμφανίζει κατάλ. -μα (πρβλ. σή-μα, σώ-μα). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική άποψη, συνδέσεις τής λ. είναι με: αβεστ. pāman- «ονομασία αρρώστιας τού δέρματος», αρχ. ινδ. pāman- «αρρώστια τού δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. pāpman- «πόνος, λύπη, ταραχή, βλάβη» (κατ' επίδραση τού pāpa- «κακός») βρίσκεται από σημασιολογική άποψη πιο κοντά στη λ. πῆμα. Έχει, επίσης, προταθεί η σύνδεση τής λ. με ελλ. τύπους όπως ταλαίπωρος*, πηρός*, πένομαι, πένθος ή με το λατ. patior «πάσχω». Η οικογένεια τής λ. πῆμα είναι αρχαϊκή και η χρήση της υποχώρησε νωρίς].
Dictionary of Greek. 2013.